John Ashbery
(Σκοτάδι. Ένας προβολέας φωτίζει σιγά-σιγά τη σκηνή. Στο κέντρο, ένας άνθρωπος, μόνος. Κοιτάζει προς τα πάνω, σαν να αφουγκράζεται κάτι στον αέρα. Μιλάει αργά, σαν να προσπαθεί να πιάσει τις σκέψεις του.) ΑΝΘΡΩΠΟΣ (σιγανά, σαν να συλλογίζεται) Η άνοιξη... Η άνοιξη είναι ελπίδα. Ένα κυνήγι έξω από τη νύχτα, στα πεζοδρόμια της ημέρας. Σαν τον αέρα που εισπνέεις σε μια πόλη εύθραυστη, φτιαγμένη από χαρτί. Τον κρατάς μέσα σου για λίγο, τον αφήνεις να σε γεμίσει... Και μετά; Εκπνοή. Κι εκείνος επιστρέφει στον κόσμο, χάνεται, γίνεται κάτι άλλο.
(παύση. Αλλάζει τόνο, σαν να αφηγείται ένα όνειρο) Το βράδυ επιστρέφει. Φέρνει μαζί του αμφιβολίες. Σκέψεις, χιλιάδες σκέψεις, σαν σμήνος που πετά γύρω από το κεφάλι μου. Θέλω να τις διώξω, να τις αποκρούσω, με χέρια, με λόγια, με ό,τι έχω... Αλλά το πρωί, αυτές είναι πάλι εδώ. Μια ψυχρή ελπίδα. Ο αέρας που ήταν χθες, σήμερα είμαι εγώ. (χαμογελάει πικρά, περνάει το χέρι στα μαλλιά του) Το κεφάλι μου γλιστρά από το χέρι. Δεν ξέρω αν πρέπει να γελάσω ή να κλάψω. Τι σημασία έχει; Το δίνεις και το να παίρνεις είναι ένα. Το σώμα μου χαλαρώνει. Σαν να ξαπλώνω δίπλα σε ένα ρυάκι. (κλείνει τα μάτια, σαν να αισθάνεται κάτι βαθιά) Ξυπνώ. Νιώθω τη δύναμή μου. Τη μυστική γλυκύτητα πριν γίνω ζωή. Γίνομαι και εγώ μια ανταλλαγή. Σχίζομαι από τη μήτρα του χθες, διαλύομαι πριν καν υπάρξω ολοκληρωμένος. (ξαφνικά, αλλάζει διάθεση. Φωνή πιο δυνατή, γεμάτη ορμή)